Βίντεο
Κόμικ
Η Ελλάδα στην Ευρώπη - Η Ευρώπη στον κόσμο
Κεφάλαιο 1
Ο πληθυσμός στην Ελλάδα και την Ευρώπη σήμερα
Κεφάλαιο 2
Ο πληθυσμός της Ελλάδας και της Ευρώπης στο μέλλον
1. Ο πληθυσμός στην Ελλάδα και την Ευρώπη σήμερα
1.1 Πόσοι είμαστε σήμερα στην Ελλάδα και πώς φτάσαμε ως εδώ;
Σήμερα στην Ελλάδα ζουν 10,4 εκατομμύρια άνθρωποι, πολλοί περισσότεροι από όσοι ζούσαν πριν από 200 χρόνια, όταν δηλαδή δημιουργήθηκε το σύγχρονο ελληνικό κράτος (Γράφημα 1). Μάλιστα στην αρχή, το σύγχρονο ελληνικό κράτος αποτελούνταν μόνο από τη Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες και ο πληθυσμός που ζούσε στις περιοχές αυτές δεν ξεπερνούσε τις 800 χιλιάδες άτομα.
Με την πάροδο του χρόνου, και με τις προσθήκες νέων γεωγραφικών περιοχών, η γεωγραφική έκταση και ο πληθυσμός αυξήθηκαν σημαντικά. Η προσάρτηση της Ηπείρου της Μακεδονίας, της Κρήτης και των Νησιών του Αιγαίου (εκτός των Δωδεκανήσων) το 1913-14 σχεδόν διπλασίασε την γεωγραφική έκταση και προσέθεσε πάνω από 2 εκατομμύρια άτομα στον πληθυσμό της Ελλάδας.
Γράφημα 1. Πώς εξελίχθηκε ο πληθυσμός και τα γεωγραφικά όρια της Ελλάδας;
Πηγή: Τραγάκη, Μπάγκαβος και Ντούνας 2015, Eurostat 2024
Ορόσημα
Παρακάτω ακολουθούν κάποια ορόσημα στην εξέλιξη της γεωγραφικής έκτασης και του πληθυσμού της Ελλάδας:
Οι δημογράφοι εκτιμούν ότι με βάση τα σημερινά γεωγραφικά όρια της Ελλάδας ο πληθυσμός της τη δεκαετία του 1820 ήταν πιθανώς γύρω στα 2 εκατομμύρια (Γράφημα 2). Αυτό σημαίνει ότι σήμερα στον Ελλαδικό χώρο ζουν 5 φορές περισσότερα άτομα από όσα ζούσαν πριν από 200 χρόνια, όταν δημιουργήθηκε το σύγχρονο ελληνικό κράτος.
Γράφημα 2. Από τα 2 στα 11 εκατομμύρια σε 200 χρόνια
Πηγή: Τραγάκη, Μπάγκαβος και Ντούνας 2015, Eurostat 2024
Φυσικά ο πληθυσμός δεν αυξήθηκε μόνο με την προσθήκη νέων εδαφών (και των κατοίκων τους) αλλά και λόγω της φυσικής κίνησης, επειδή, δηλαδή, οι γεννήσεις ήταν υψηλότερες από τους θανάτους. Ουσιαστικά και στην Ελλάδα ζήσαμε τη Δημογραφική Μετάβαση (βλ. και Ενότητα 2.3 της Θεματικής Ενότητας 1), δηλαδή την διαδικασία κατά την οποία τα ποσοστά των θανάτων και των γεννήσεων μειώνονται στη διάρκεια των χρόνων.
Η μείωση της θνησιμότηταςο αριθμός των θανάτων που αντιστοιχούν σε 1.000 κατοίκους (θάνατοι/1.000 κατοίκους) προηγείται της μείωσης της γεννητικότητας ο αριθμός των γεννήσεων που αντιστοιχούν σε 1.000 κατοίκους μιας περιοχής (γεννήσεις/1.000 κατοίκους) και αυτό προκαλεί αύξηση του πληθυσμού. Όταν τα ποσοστά των γεννήσεων γίνουν χαμηλότερα από τα ποσοστά των θανάτων ο πληθυσμός αρχίζει να μειώνεται. Για παράδειγμα, τη δεκαετία του 1850 σε 1.000 κατοίκους αντιστοιχούσαν 50 γεννήσεις και 35 θάνατοι, δηλαδή ο πληθυσμός αυξάνονταν αφού σε κάθε 1.000 άτομα του πληθυσμού προστίθενταν άλλα 15 (Γράφημα 3). Τη δεκαετία του 2000, δηλαδή μετά από 150 χρόνια, τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 10 γεννήσεις και 10 θάνατοι για κάθε 1.000 άτομα. Στη δεκαετία αυτή ο πληθυσμός δεν αυξάνονταν αφού όσοι γεννιόντουσαν ήταν ίσοι με όσους πέθαιναν. Αντίθετα στη δεκαετία του 2010, οι θάνατοι ήταν περισσότεροι από τις γεννήσεις (14 θάνατοι και μόλις 10 γεννήσεις για κάθε 1.000 άτομα) και συνεπώς ο πληθυσμός άρχισε να μειώνεται.
Γράφημα 3. Δημογραφική μετάβαση και αύξηση του πληθυσμού στην Ελλάδα (Πληθυσμός 2 εκ. το 1821-30, δείκτης 10)
Πηγή: Τραγάκη, Μπάγκαβος και Ντούνας 2015, Eurostat 2024
1.2. Πού ζούσαν και που ζουν οι άνθρωποι στην Ελλάδα;
Ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες που μπορεί να ποικίλουν ανάλογα με τα φυσικά χαρακτηριστικά της ίδιας της περιοχής, τον πολιτισμό και τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Οι παράγοντες αυτοί επηρεάζουν τη γονιμότητα, τη θνησιμότητα και τη μετανάστευση, τα οποία διαμορφώνουν τη δυναμική ενός πληθυσμού και εξηγούν τις διαφορές στην πληθυσμιακή μεταβολήη διαφορά της τελικής από την αρχική τιμή του πληθυσμού μεταξύ των περιοχών.
Ο πληθυσμός μιας γεωγραφικής περιοχής μπορεί να μεταβάλλεται με διαφορετικό ρυθμό σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό μιας χώρας. Έτσι, το ποσοστό των ατόμων που ζουν σε κάθε περιοχή- ή αλλιώς ο αριθμός των ατόμων που ζουν σε μία περιοχή ανά 100 άτομα του συνολικού πληθυσμού- ενδέχεται να αυξάνεται ή να μειώνεται ανάλογα.
Στην Ελλάδα υπάρχουν δύο γεωγραφικές περιοχές, η Αττική και η Κεντρική Μακεδονία στις οποίες, τα τελευταία 70 χρόνια, ο πληθυσμός τους αυξήθηκε ταχύτερα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της χώρας (Πίνακας 1).
Σε δύο άλλες γεωγραφικές περιοχές, το Νότιο Αιγαίο και την Κρήτη, ο πληθυσμός αυξήθηκε περίπου όσο ο συνολικός πληθυσμός. Στη Θεσσαλία αυξήθηκε αλλά λιγότερο από ότι ο συνολικός πληθυσμός, ενώ στις υπόλοιπες περιοχές ο πληθυσμός μειώθηκε. Οι διαφορετικές αυτές μεταβολές οδήγησαν σε σημαντικές αλλαγές στη γεωγραφική κατανομήη κατανομή (του πληθυσμού) σε διαφορετικές περιοχές (περιφέρειες, περιφερειακές ενότητες κλπ) του πληθυσμού, και ειδικότερα (Πίνακας 1 και Χάρτης 1):
Αττική: Στην Αττική ήταν και είναι συγκεντρωμένοι οι περισσότεροι άνθρωποι. Το 1950 ζούσαν σε αυτήν οι 20 στους 100 κατοίκους της χώρας ενώ σήμερα ζουν οι 36. Η Αττική είναι η περιοχή της οποίας ο πληθυσμός αυξήθηκε 3,5 φορές περισσότερο από ότι ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδας.
Κεντρική Μακεδονία: Ενώ στην περιοχή αυτή το 1950 ζούσαν 15 άτομα στα 100, σήμερα ζουν 17, αφού ο πληθυσμός στην Κεντρική Μακεδονία αυξήθηκε περισσότερο από ότι στο σύνολο της χώρας.
Νότιο Αιγαίο, Κρήτη: Το ποσοστό του πληθυσμού στις περιοχές αυτές παρέμεινε σχεδόν σταθερό στο 3% και το 6% αντίστοιχα, αφού ο πληθυσμός τους αυξήθηκε περίπου όσο και στο σύνολο της χώρας.
Θεσσαλία: Αν και ο πληθυσμός σε απόλυτα μεγέθη αυξήθηκε, η αύξηση ήταν χαμηλότερη από ότι στο σύνολο της χώρας και συνεπώς το ποσοστό του πληθυσμού που ζει στη Θεσσαλία μειώθηκε (από 8% σε 7%).
Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, Ήπειρος, Δυτική Μακεδονία, Βόρειο Αιγαίο και Ιόνια Νησιά: Η μείωση του πληθυσμού στις περιοχές αυτές οδήγησε και σε μείωση του ποσοστού των ατόμων σε σχέση με το συνολικό πληθυσμό. Ειδικότερα, ενώ συνολικά στις περιοχές αυτές το 1950 ζούσε περίπου ο μισός (48%) πληθυσμός της Ελλάδας, (15 στην Πελοπόννησο, 10 στη Στερεά Ελλάδα, 8 στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, 4 στην Ήπειρο, 4 στη Δυτική Μακεδονία, 4 στο Βόρειο Αιγαίο και 3 στα Ιόνια Νησιά) σήμερα ζουν 31 στα 100 άτομα. Πιο συγκεκριμένα 9 στην Πελοπόννησο, 7 στη Στερεά Ελλάδα, 5 στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, 3 στην Ήπειρο, 3 στη Δυτική Μακεδονία, 2 στο Βόρειο Αιγαίο και 2 στα Ιόνια Νησιά.
Χάρτης 1. Η γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού στην Ελλάδα, 1950 και 2023
Πίνακας 1. Η γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού στην Ελλάδα το 1950 και το 2023
| Πληθυσμιακή μεταβολή (μεταξύ 1950 και 2023) |
Κατανομή για 100 άτομα (1950 και 2023) |
|||
|---|---|---|---|---|
| Απόλυτη | Σχετική | 1950 | 2023 | |
| Αττική | 2.258.036 | 145% | 20 | 36 |
| Κεντρική Μακεδονία | 648.386 | 57% | 15 | 17 |
| Πελοπόννησος | -133.615 | -12% | 15 | 9 |
| Στερεά Ελλάδα | -30.389 | -4% | 10 | 7 |
| Θεσσαλία | 59.314 | 9% | 8 | 7 |
| Κρήτη | 162.286 | 35% | 6 | 6 |
| Ανατολική Μακεδονία και Θράκη | -31.579 | -5% | 8 | 5 |
| Νότιο Αιγαίο | 80.381 | 32% | 3 | 3 |
| Ήπειρος | -10.551 | -3 | 4 | 3 |
| Δυτική Μακεδονία | -39.041 | -13% | 4 | 3 |
| Ιόνια Νησιά | -24.064 | -11% | 3 | 2 |
| Βόρειο Αιγαίο | -25.000 | -11% | 4 | 2 |
| Σύνολο χώρας | 2.852.780 | 37% | 100 | 100 |
Facts:
- Οι τρεις πολυπληθέστερες περιοχές, κατά σειρά, σήμερα είναι η Αττική, η Κεντρική Μακεδονία και η Πελοπόννησος λόγω των αστικών κέντρων της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και της Πάτρας αντίστοιχα.
- Ενώ το 1950 η Αττική και η Κεντρική Μακεδονία είχαν 2,7 εκ. κατοίκους, σήμερα, ο πληθυσμός τους έχει υπερδιπλασιαστεί (5,6 εκ. άτομα).
- Στις 2 πολυπληθέστερες περιοχές ζει πάνω από τον μισό του πληθυσμού της χώρας, ενώ το 1950 ζούσε το 35%.
- Το Βόρειο Αιγαίο, τα Ιόνια Νησιά, η Δυτική Μακεδονία και η Πελοπόννησος είναι οι περιοχές οι οποίες από το 1950 μέχρι σήμερα έχουν χάσει σημαντικό μέρος του πληθυσμού τους (μεταξύ -11% και -31%).
1.3. Πώς μεταβλήθηκε ο πληθυσμός της Ελλάδας σε σχέση με τον πληθυσμό της Ευρώπης;
Μέγεθος και πυκνότητα του πληθυσμού
Το 1970, στην Ελλάδα ζούσαν 8,7 εκατομμύρια άτομα. Το 2010 ο πληθυσμός αυξήθηκε στα 11,1 εκατομμύρια ενώ σήμερα ζουν 10,4 εκατομμύρια άτομα.
Στη διάρκεια αυτών των ετών, η Ελλάδα παρέμεινε σταθερά στην 15η θέση από τη άποψη του συνολικού της πληθυσμού, μεταξύ των 51 χωρών της Ευρώπης.
Πίνακας 2. Πληθυσμιακή πυκνότητα στην Ελλάδα και την Ευρώπη (αριθμός κατοίκων ανά τετραγωνικό μέτρο)
| 1950 | 2023 | |
|---|---|---|
| 5 χώρες με την υψηλότερη πληθυσμιακή πυκνότητα στην Ευρώπη | ||
| Μάλτα | 921 | 1676 |
| Βέλγιο | 282 | 383 |
| Ολλανδία | 237 | 426 |
| Ηνωμένο Βασίλειο | 206 | 282 |
| Γερμανία | 196 | 237 |
| Ελλάδα και Ευρώπη | ||
| Ευρώπη | 25 | 34 |
| Ελλάδα | 58 | 78 |
| 5 χώρες με την χαμηλότερη πληθυσμιακή πυκνότητα στην Ευρώπη | ||
| Σουηδία | 16 | 23 |
| Φινλανδία | 12 | 17 |
| Νορβηγία | 8 | 14 |
| Ρωσική Ομοσπονδία | 6 | 9 |
| Ισλανδία | 1 | 4 |
Πηγή: Υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών (UN, 2024)
Ταυτόχρονα η Ελλάδα παρουσιάζει σχετικά χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότηταΑριθμός κατοίκων ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο: το 1950 ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο ζούσαν 58 άτομα ενώ σήμερα ζουν 78 (Πίνακας 2). Τα μεγέθη αυτά είναι μεν υψηλότερα από το μέσο όρο στην Ευρώπη (25 και 34 αντίστοιχα), αλλά παρόλα αυτά η Ελλάδα είναι μεταξύ της 27ης και της 28ης θέσης σε σύνολο 44 χωρών.
Στην Ευρώπη οι χώρες με την υψηλότερη πληθυσμιακή πυκνότητα είναι η Μάλτα, το Βέλγιο, η Ολλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία. Αντίθετα οι πιο αραιοκατοικημένες χώρες βρίσκονται στο Βορρά και είναι η Σουηδία, η Φινλανδία, η Νορβηγία, η Ρωσική Ομοσπονδία και η Ισλανδία.
Η μικρή Μάλτα, με πληθυσμό λίγο περισσότερο από μισό εκατομμύριο, είναι η πιο πυκνοκατοικημένη χώρα της Ευρώπης, με πυκνότητα 3,5 φορές μεγαλύτερη από το Βέλγιο, χώρα που ακολουθεί δεύτερη στην κατάταξη.
Η αύξηση του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα και την Ευρώπη
Την περίοδο 1970-2010, ο πληθυσμός της Ελλάδας αυξήθηκε γρηγορότερα από τον συνολικό πληθυσμό της Ευρώπης (Γράφημα 4). Από το 1970 μέχρι το 2010, για κάθε 100 κατοίκους προστέθηκαν 27 νέοι κάτοικοι στην Ελλάδα και μόνο 13 στην Ευρώπη. Αντίθετα από το 2010 και μετά ο πληθυσμός στην Ελλάδα άρχισε να μειώνεται, ενώ στην Ευρώπη συνέχισε να αυξάνεται αλλά με μικρότερο ρυθμό.
Γράφημα 4. Η μεταβολή του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα και την Ευρώπη από το 1970 έως το 2023 σήμερα – (Δείκτης 100 το 1970) .
Πηγή: Υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών (UN, 2024)
Οι συνιστώσες της πληθυσμιακής μεταβολής
Ο πληθυσμός μιας περιοχής διαρκώς μεταβάλλεται: κάθε στιγμή κάποιοι γεννιούνται, κάποιοι πεθαίνουν και κάποιοι αποφασίζουν να αλλάξουν τόπο διαμονής.
Οι γεννήσεις και οι θάνατοι διαμορφώνουν το φυσικό ισοζύγιοη διαφορά του αριθμό των θανάτων από τον αριθμό των γεννήσεων (Φ.Ι.=Γεννήσεις- Θάνατοι)
• Θετικό ισοζύγιο: αν Γεννήσεις > Θάνατοι
• Αρνητικό ισοζύγιο: αν Γεννήσεις < Θάνατοι
, ενώ οι άνθρωποι που έρχονται σε μια χώρα και αυτοί που φεύγουν από αυτήν διαμορφώνουν το μεταναστευτικό ισοζύγιοη διαφορά του αριθμού των εξερχόμενων από τον αριθμό των εισερχόμενων μεταναστών
(Μ.Ι. = Εισερχόμενοι -Εξερχόμενοι)
• Θετικό ισοζύγιο: αν Εισερχόμενοι > Εξερχόμενοι
• Αρνητικό ισοζύγιο: αν Εισερχόμενοι < Εξερχόμενοι .
Όταν εξετάζουμε τη μεταβολή του πληθυσμού, εκφράζουμε τις γεννήσεις, τους θανάτους και τις μετακινήσεις ανά 100 ή 1.000 άτομα. Μπορούμε έτσι να συγκρίνουμε την ταχύτητα με την οποία μεταβάλλονται διαφορετικοί πληθυσμοί που έχουν διαφορετικά μεγέθη.
Εάν λάβουμε υπόψη μας το συνολικό αριθμό γεννήσεων και θανάτων σε όλη την περίοδο 1970-2010, προκύπτει ότι στην Ελλάδα για κάθε 100 άτομα υπήρχαν κατά μέσο όρο 56 γεννήσεις και 42 θάνατοι, δηλαδή το φυσικό ισοζύγιοη διαφορά του αριθμό των θανάτων από τον αριθμό των γεννήσεων (Φ.Ι.=Γεννήσεις- Θάνατοι)
• Θετικό ισοζύγιο: αν Γεννήσεις > Θάνατοι
• Αρνητικό ισοζύγιο: αν Γεννήσεις < Θάνατοι
ήταν 14/100 και ο πληθυσμός, λόγω του φυσικού ισοζυγίου, αυξήθηκε μεταξύ 1970 και 2010 κατά 14% (Γράφημα 5). Την ίδια περίοδο το φυσικό ισοζύγιο στην Ευρώπη ήταν 8/100, και ο πληθυσμός, λόγω του φυσικού ισοζυγίου, αυξήθηκε 8%.
Το μεταναστευτικό ισοζύγιοη διαφορά του αριθμού των εξερχόμενων από τον αριθμό των εισερχόμενων μεταναστών
(Μ.Ι. = Εισερχόμενοι -Εξερχόμενοι)
• Θετικό ισοζύγιο: αν Εισερχόμενοι > Εξερχόμενοι
• Αρνητικό ισοζύγιο: αν Εισερχόμενοι < Εξερχόμενοι ήταν θετικό στην Ελλάδα (13/100) αλλά και στην Ευρώπη (5/100), οδηγώντας σε μία επιπλέον αύξηση του πληθυσμού, λόγω του μεταναστευτικού ισοζυγίου, κατά 13% και 5% αντίστοιχα. Συνεπώς, την περίοδο 1970-2010, η συνολική πληθυσμιακή αύξηση στην Ελλάδα ήταν 27% και στην Ευρώπη 13%.
Στην πιο πρόσφατη περίοδο (από το 2010 έως σήμερα), το φυσικό ισοζύγιοη διαφορά του αριθμό των θανάτων από τον αριθμό των γεννήσεων (Φ.Ι.=Γεννήσεις- Θάνατοι)
• Θετικό ισοζύγιο: αν Γεννήσεις > Θάνατοι
• Αρνητικό ισοζύγιο: αν Γεννήσεις < Θάνατοι
ήταν αρνητικό τόσο στην Ελλάδα (-3/100) όσο και την Ευρώπη (-1/100). Παρόλα αυτά, ενώ το θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιοη διαφορά του αριθμού των εξερχόμενων από τον αριθμό των εισερχόμενων μεταναστών
(Μ.Ι. = Εισερχόμενοι -Εξερχόμενοι)
• Θετικό ισοζύγιο: αν Εισερχόμενοι > Εξερχόμενοι
• Αρνητικό ισοζύγιο: αν Εισερχόμενοι < Εξερχόμενοι στην Ευρώπη (2/100) απέτρεψε μία μείωση του συνολικού πληθυσμού, στην Ελλάδα ήταν αρνητικό (-3/100) και συνεπώς επιτάχυνε την συνολική πληθυσμιακή μείωση, η οποία ήταν της τάξης του -6% (Γράφημα 5).
Γράφημα 5. Δημογραφικές συνιστώσες της μεταβολής του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα και την Ευρώπη από το 1970 έως το 2023 (Δείκτες για 100 άτομα)
Πηγή: Υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών (UN, 2024)
1.4 Οι διαφοροποιήσεις αναφορικά με τη γονιμότητα και τη θνησιμότητα
Χαμηλότερη γονιμότητα στην Ελλάδα
Πέντε είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της εξέλιξης της γονιμότηταςο μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα στην Ελλάδα τα τελευταία 50 χρόνια:
- Η σχετικά υψηλή γονιμότητα τη δεκαετία του 1970 γύρω στα 2,4 παιδιά ανά γυναίκα,
- Η απότομη και ταχεία μείωση της γονιμότητας στη δεκαετία του 1980 (από 2,3 το 1980 σε 1,5 το 1990),
- Η περαιτέρω μείωση της γονιμότητας στη δεκαετία του 1990 και η διατήρηση της γονιμότητας σε πολύ χαμηλά επίπεδα (μεταξύ 1,3 και 1,4) έως το 2005,
- Η μικρή περίοδος αύξησης της γονιμότητας την περίοδο 2005-2010, και
- Η μείωση και διατήρηση της γονιμότητας σε χαμηλά επίπεδα (μεταξύ 1,3 και 1,4) από το 2010 έως σήμερα.
Ανάλογη πορεία ακολούθησαν και οι άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης. Γενικά τα τελευταία 40 χρόνια, στη Νότια Ευρώπη αντιστοιχούν λιγότερα παιδιά σε κάθε γυναίκα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Η χαμηλή γονιμότητα είναι ένα καθολικό φαινόμενο στην Ευρώπη (Πίνακας 3 και Χάρτης 2). Αξίζει να τονιστεί ότι εξαιρώντας τις πολύ μικρές χώρες (με πληθυσμό κάτω από 100 χιλιάδες άτομα) από τις 41 χώρες της Ευρώπης, η υψηλότερη γονιμότητα το 1970 ήταν 5,62 (Κόσσοβο) ενώ σήμερα είναι 1,80 (Μαυροβούνιο), και η χαμηλότερη γονιμότητα ενώ ήταν 1,82 (Φινλανδία) το 1970 σήμερα είναι 1,10 (Μάλτα).
Με άλλα λόγια, η υψηλή γονιμότητα σήμερα είναι χαμηλότερη από τη χαμηλή γονιμότητα του 1970.
Χάρτης 2. Οι διαφορές στη γονιμότητα στην Ευρώπη, 1970 και 2023
Πηγή: Ηνωμένα Έθνη (UN 2024)
Πίνακας 3. Η μέση γονιμότητα στην Ελλάδα και την Ευρώπη το 2023 και το 1970
| 1970 | 2023 | ||
|---|---|---|---|
| 5 χώρες με την υψηλότερη γονιμότητα στην Ευρώπη | |||
| Κόσσοβο | 5,62 | Μαυροβούνιο | 1,80 |
| Αλβανία | 5,16 | Βουλγαρία | 1,75 |
| Ιρλανδία | 3,85 | Μολδαβία | 1,73 |
| Βόρεια Μακεδονία | 3,01 | Ρουμανία | 1,71 |
| Πορτογαλία | 3,01 | Γαλλία | 1,64 |
| Ελλάδα και Ευρώπη | |||
| Ευρώπη | 2,28 | Ευρώπη | 1,40 |
| Ελλάδα | 2,44 | Ελλάδα | 1,33 |
| Ανατολική Ευρώπη | 2,14 | Ανατολική Ευρώπη | 1,37 |
| Βόρεια Ευρώπη | 2,34 | Βόρεια Ευρώπη | 1,53 |
| Δυτική Ευρώπη | 2,23 | Δυτική Ευρώπη | 1,56 |
| Νότια Ευρώπη | 2,61 | Νότια Ευρώπη | 1,30 |
| 5 χώρες με τη χαμηλότερη γονιμότητα στην Ευρώπη | |||
| Δανία | 1,96 | Ισπανία | 1,21 |
| Σουηδία | 1,92 | Λευκορωσία | 1,21 |
| Τσεχία | 1,92 | Λιθουανία | 1,20 |
| Κροατία | 1,88 | Ιταλία | 1,20 |
| Φινλανδία | 1,82 | Μάλτα | 1,10 |
Πηγή: Ηνωμένα Έθνη (UN 2024)
Η υστέρηση στη μείωση της θνησιμότητας στην Ελλάδα σε σχέση με την Ευρώπη
Το 1970 στην Ελλάδα ζούσαμε κατά μέσο όρο 73 χρόνια ενώ σήμερα σχεδόν 82 χρόνια. Δηλαδή τα τελευταία 50 χρόνια κερδίσαμε 9 χρόνια ζωής.
Το 1970 ο μέση διάρκεια ζωής στην Ευρώπη ήταν περίπου 70 χρόνια, ενώ σήμερα έφτασε τα 79 χρόνια. Το «κέρδος» σε χρόνια ζωής των Ευρωπαίων και των Ελλήνων είναι το ίδιο, όμως το προσδόκιμο ζωήςη μέση αναμενόμενη διάρκεια ζωής ενός ατόμου που γεννιέται μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή σε μια συγκεκριμένη περιοχή στην Ελλάδα είναι περίπου 2,5 χρόνια υψηλότερο από αυτό της Ευρώπης (Γράφημα 6).
Η διαφορά μεταξύ της Ελλάδας και του συνόλου της Ευρώπης γίνεται πιο ενδιαφέρουσα αν εξετάσουμε χωριστά τους άνδρες από τις γυναίκες. Η μέση διάρκεια ζωής των ανδρών στην Ελλάδα είναι περίπου κατά 4 χρόνια μεγαλύτερη από ότι στο σύνολο της Ευρώπης, ενώ η αντίστοιχη διαφορά στις γυναίκες είναι λιγότερο από 2 χρόνια.
Χάρτης 3. Προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση στις χώρες της Ευρώπης, 1970
Πηγή: Ηνωμένα Έθνη (UN 2024)
Χάρτης 4. Προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση στις χώρες της Ευρώπης, 2023
Πηγή: Ηνωμένα Έθνη (UN 2024)
Γράφημα 6. Διαφορά (σε έτη) μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης το 2023 και το 1970 αναφορικά με τη μέση διάρκεια ζωής
Πηγή: Ηνωμένα Έθνη (UN 2024)
Μπορεί η Ελλάδα να έχει προσδόκιμο ζωήςη μέση αναμενόμενη διάρκεια ζωής ενός ατόμου που γεννιέται μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή σε μια συγκεκριμένη περιοχή υψηλότερο από το Ευρωπαϊκό μέσο, δε βελτιώνεται όμως με την ίδια ταχύτητα.
Το 1970 η Ελλάδα βρίσκονταν στην 7η θέση μεταξύ 41 χωρών ως προς τη μέση διάρκεια ζωής. Σήμερα βρίσκεται μεταξύ της 15ης και της 18ης θέσης (Χάρτης 3 και Χάρτης 4).
Ειδικότερα για τους άνδρες, το 1970 βρίσκονταν στην 6η θέση και σήμερα είναι μεταξύ της 16ης και της 19ης θέσης, ενώ στις γυναίκες, από τη 7η θέση το 1970 σήμερα βρίσκεται μεταξύ της 11ης και της 16ης θέσης.
Αντίστοιχα μειώνεται ή και χάνεται το πλεονέκτημά της και απέναντι στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Ενώ το 1970 η μέση διάρκεια ζωής στην Ελλάδα ήταν υψηλότερη από αυτή στην Ισπανία κατά 0,6 έτη σήμερα είναι χαμηλότερη κατά 1,8 έτη (Γράφημα 7), ενώ αντίστοιχες διαφορές υπάρχουν και με την Ιταλία.
Γράφημα 7. Διαφορά (σε έτη) μεταξύ Ελλάδας, Ισπανίας και Ιταλίας το 2023 και το 1970 αναφορικά με τη μέση διάρκεια ζωής
Πηγή: Ηνωμένα Έθνη (UN 2024)
1.5 Οι διαφοροποιήσεις αναφορικά με την κατά ηλικία δομή του πληθυσμού
Τρία είναι τα βασικά χαρακτηριστικά στην Ευρώπη αναφορικά με τις μεταβολές του πληθυσμού στις τρεις βασικές ηλικιακές ομάδες από το 1970 έως σήμερα (Γράφημα 8):
- Η μείωση του αριθμού των νέων ατόμων ηλικίας 0 έως 14 ετών.
- Η ασθενής αύξηση του αριθμού των ατόμων που βρίσκονται στις παραγωγικές ηλικίες (15 έως 64 ετών) μεταξύ 1970 και 2010 και η σταδιακή μείωση από το 2010 και μετά.
- Η συνεχής και έντονη αύξηση του αριθμού των ατόμων που βρίσκονται σε υψηλές ηλικίες (65 ετών και άνω).
Σε σχέση με τα τρία προαναφερόμενα χαρακτηριστικά, η Ελλάδα διαφοροποιείται ως ένα βαθμό από το μέσο όρο της Ευρώπης αφού:
- Τόσο η αύξηση του αριθμού των ατόμων που βρίσκονται στις παραγωγικές ηλικίες (15 έως 64 ετών) μεταξύ 1970 και 2010, όσο και η μείωση από το 2010 και μετά, ήταν πιο έντονες στην Ελλάδα από ότι στην Ευρώπη, και
- Η αύξηση του αριθμού των ατόμων που βρίσκονται σε υψηλές ηλικίες (65 ετών και άνω) ήταν πιο έντονη στην Ελλάδα από ότι στην Ευρώπη.
Μεταξύ 1970 και 2010 (Γράφημα 8), η ηλικιακή ομάδα 15 έως 64 ετών αυξήθηκε κατά 20% στην Ευρώπη και 30% στην Ελλάδα. Από το 2010 έως σήμερα η μεταβολή ήταν -5% στην Ευρώπη ενώ στην Ελλάδα ήταν τρεις (3) φορές μεγαλύτερη (-15%).
Σε ότι αφορά στα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω, οι διαφορές είναι επίσης σημαντικές: ενώ στην Ευρώπη ο αριθμός των ατόμων αυτών το 2010 ήταν σχεδόν 2 φορές υψηλότερος από ότι το 1970, στην Ελλάδα ήταν υψηλότερος κατά 2,5 φορές.
Αντίθετα από το 2010 έως σήμερα, ενώ στην Ευρώπη ο αριθμός των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω αυξήθηκε κατά 25%, η αντίστοιχη αύξηση στην Ελλάδα ήταν περίπου στο μισό (13%). Αναμφίβολα, η ανάκαμψη της γονιμότηταςο μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα και των γεννήσεωνο αριθμός των παιδιών που γεννιούνται κατά τη διάρκεια ενός έτους σε μια συγκεκριμένη περιοχή την περίοδο 1945-1965 σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες – φαινόμενο το οποίο είναι γνωστό και ως “baby boomη απότομη (και απρόσμενη) αύξηση των γεννήσεων που παρατηρήθηκε σε διάφορες χώρες μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ένταση και η διάρκεια του φαινομένου διαφοροποιούνται έντονα από χώρα σε χώρα.”, και το οποίο δεν παρατηρήθηκε ούτε με την ίδια ένταση αλλά ούτε και με την ίδια διάρκεια στην Ελλάδα – εξηγεί την χαμηλότερη αύξηση του αριθμού των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω στην Ελλάδα από το 2010 έως σήμερα σε σχέση με την Ευρώπη. Ουσιαστικά τα άτομα που γεννήθηκαν το 1945 στην Ευρώπη έγιναν 65 ετών το 2010 και σήμερα τα άτομα που γεννήθηκαν μεταξύ 1945 και 1960 βρίσκονται ήδη σε ηλικίες 65 ετών και άνω.
Γράφημα 8. Η διαχρονική εξέλιξη των τριών βασικών ηλικιακών ομάδων και του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα και την Ευρώπη από το 1970 έως το 2023 (Δείκτης 100 το 1970)
Ευρώπη
Πηγή: Υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών (UN, 2024)
Οι διαφορετικοί ρυθμοί με τους οποίους εξελίχθηκαν οι βασικές ηλικιακές ομάδες και ο συνολικός πληθυσμός συνηγορούν σε τέσσερα επιπλέον χαρακτηριστικά αναφορικά με τις αλλαγές στην ηλικιακή δομήη κατανομή του πληθυσμού στις διαφορετικές ηλικίες του πληθυσμού στην Ελλάδα και την Ευρώπη (Γράφημα 8):
- Η ταχύτερη αύξηση του αριθμού των ατόμων στις ηλικίες 65 ετών και άνω, σε σχέση με την αύξηση του συνολικού πληθυσμού, οδηγεί αναπόφευκτα σε αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων ατόμων στον πληθυσμό ή αλλιώς σε αύξηση του αριθμού των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω που αντιστοιχούν σε 100 άτομα του συνολικού πληθυσμού.
- Η ταχύτερη αύξηση του αριθμού των ατόμων στις ηλικίες 65 ετών και πάνω σε σχέση με τα άτομα που βρίσκονται στις ηλικίες 15 έως 64 ετών, αυξάνει το λόγο μεταξύ των δύο ηλικιακών ομάδων (65 ετών και άνω/15-64 ετών), λόγος ο οποίος συχνά αναφέρεται ως δείκτης δημογραφικής εξάρτησης των ηλικιωμένωνο αριθμός των ηλικιωμένων (άνω των 65 ετών) προς τον αριθμό των ατόμων που είναι σε εργάσιμη ηλικία (20-64 ή 15-64 ετών). Συνεπώς, ο αριθμός των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω που αντιστοιχούν σε 100 άτομα ηλικίας 15 έως 64 ετών αυξάνει στη διάρκεια του χρόνου.
- Η μείωση του αριθμού των νέων ηλικίας 0 έως 14 ετών και η παράλληλη αύξηση του συνολικού πληθυσμού, οδηγούν αναπόφευκτα σε μείωση του ποσοστού των νέων στον πληθυσμό ή αλλιώς σε μείωση του αριθμού των νέων που αντιστοιχούν σε 100 άτομα του συνολικού πληθυσμού.
- Οι σχεδόν ίδιοι ρυθμοί μεταβολήςη ποσοστιαία αύξηση (ή μεταβολή) του μεγέθους ανάμεσα σε δύο χρονικές στιγμές. του συνολικού πληθυσμού και του αριθμού των ατόμων ηλικίας 15 έως 64 ετών, οδηγούν σε σχετικά σταθερά ποσοστά των ατόμων σε παραγωγική ηλικία στο συνολικό πληθυσμό (γύρω στο 65%), ή αλλιώς σε σχετικά αριθμό ατόμων ηλικίας 15 έως 64 ετών που αντιστοιχούν σε 100 άτομα του συνολικού πληθυσμού.
Οι εξελίξεις αυτές αποτυπώνονται στις αλλαγές της ηλικιακής πυραμίδας του πληθυσμού. Ειδικότερα για την Ελλάδα (Γράφημα 9), η πυραμίδα των ηλικιών σήμερα είναι αισθητά στενότερη στη βάση της σε σχέση με αυτή του 1970, αφού το ποσοστό των νέων ηλικίας 0 έως 14 ετών από 25% το 1975 μειώθηκε στο 13%. Παράλληλα είναι πιο πλατιά στην κορυφή της αφού το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω αυξήθηκε από 10% σε 23%.
Γράφημα 9. Πυραμίδες ηλικιών στην Ελλάδα το 1970 και το 2023 (ως ποσοστό της κάθε ηλικιακής ομάδες στο συνολικό πληθυσμό)
Ελλάδα, 1970
Ελλάδα, 2023
Ελλάδα, 1970
Ελλάδα, 2023
Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ.
Οι προαναφερόμενες διαφοροποιήσεις μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης αναφορικά με την εξέλιξη του αριθμού των ατόμων ηλικίας 15 έως 64 ετών και των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω μετέβαλλαν τη θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη σήμερα σε σχέση με το 1970 αφού:
- Το ποσοστό των ηλικιωμένων στον πληθυσμό, ενώ ήταν ίσο με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο το 1970 (10%), σήμερα είναι υψηλότερο (23% έναντι 20% στην Ευρώπη) – (Πίνακας 4 και Χάρτης 5). Η Ελλάδα ενώ το 1970 ήταν γύρω στην 17η θέση μεταξύ 41 χωρών της Ευρώπης, από την άποψη του ποσοστού των ηλικιωμένων στον πληθυσμό, σήμερα κατέχει μια από τις 5 πρώτες θέσεις. Το 1970 η διαφορά της Ελλάδας από τη χώρα με το χαμηλότερο ποσοστό (Κόσσοβο 4%) ήταν 6 εκατοστιαίες μονάδες, σήμερα είναι 13.
- Αντίστοιχες επισημάνσεις ισχύουν εάν εξεταστεί ο λόγος μεταξύ των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω προς τα άτομα ηλικίας 15 έως 64 ετών (Πίνακας 5). Η Ελλάδα είναι από τις πιο γηρασμένες χώρες της Ευρώπης διευρύνοντας παράλληλα τη διαφορά της από τις χώρες με χαμηλό δείκτη δημογραφικής εξάρτησης των ηλικιωμένωνο αριθμός των ηλικιωμένων (άνω των 65 ετών) προς τον αριθμό των ατόμων που είναι σε εργάσιμη ηλικία (20-64 ή 15-64 ετών).
Πίνακας 4. Αριθμός ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω για 100 άτομα του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα και την Ευρώπη το 1970 και το 2023
| 1970 | 2023 | ||
|---|---|---|---|
| 5 χώρες με τον υψηλότερο αριθμό ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω για 100 άτομα του συνολικού πληθυσμού | |||
| Αυστρία | 14 | Ιταλία | 24 |
| Σουηδία | 14 | Πορτογαλία | 24 |
| Γερμανία | 14 | Φινλανδία | 24 |
| Βέλγιο | 13 | Ελλάδα | 23 |
| Ηνωμένο Βασίλειο | 13 | Κροατία | 23 |
| Ελλάδα και Ευρώπη | |||
| Ευρώπη | 10 | Ευρώπη | 20 |
| Ελλάδα | 10 | Ελλάδα | |
| 5 χώρες με τον χαμηλότερο αριθμό ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω για 100 άτομα του συνολικού πληθυσμού | |||
| Μολδαβία | 6 | Μολδαβία | 16 |
| Βόρεια Μακεδονία | 5 | Ιρλανδία | 16 |
| Αλβανία | 5 | Ισλανδία | 15 |
| Βοσνία Ερζεγοβίνη | 5 | Λουξεμβούργο | 15 |
| Κόσσοβο | 4 | Κόσσοβο | 10 |
Πηγή: Ηνωμένα Έθνη (UN 2024)
Χάρτης 5. Οι διαφορές στη γήρανση στην Ευρώπη, 1970 και 2023
Πηγή: Ηνωμένα Έθνη (UN 2024)
Πίνακας 5. Αριθμός ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω για 100 άτομα του πληθυσμού στις ηλικίες 15 έως 64 ετών στην Ελλάδα και την Ευρώπη το 2023 και το 1970
| 1970 | 2023 | ||
|---|---|---|---|
| 5 χώρες με τον υψηλότερο αριθμό ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω για 100 άτομα του πληθυσμού στις ηλικίες 15 έως 64 ετών | |||
| Αυστρία | 23 | Φινλανδία | 38 |
| Γερμανία | 22 | Πορτογαλία | 38 |
| Βέλγιο | 21 | Ιταλία | 38 |
| Σουηδία | 21 | Ελλάδα | 37 |
| Ηνωμένο Βασίλειο | 21 | Κροατία | 36 |
| Ελλάδα και Ευρώπη | |||
| Ευρώπη | 16 | Ευρώπη | 31 |
| Ελλάδα | 16 | ||
| 5 χώρες με τον χαμηλότερο αριθμό ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω για 100 άτομα του πληθυσμού στις ηλικίες 15 έως 64 ετών | |||
| Μολδαβία | 10 | Μολδαβία | 24 |
| Αλβανία | 9 | Ιρλανδία | 24 |
| Βόρεια Μακεδονία | 9 | Ισλανδία | 23 |
| Κόσσοβο | 8 | Λουξεμβούργο | 22 |
| Βοσνία Ερζεγοβίνη | 8 | Κόσσοβο | 14 |
Πηγή: Ηνωμένα Έθνη (UN 2024)
- Η Ελλάδα και όλη Νότια Ευρώπη καταγράφουν τα χαμηλότερα επίπεδα γονιμότητας στην Ευρώπη τα τελευταία 40 χρόνια.
- Στην Ελλάδα η μείωση της θνησιμότητας είναι πιο αργή σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και έτσι σταδιακά χειροτερεύει η θέση της χώρας ως προς τη μέση διάρκεια ζωής.
- Οι μεταβολές στον αριθμό ατόμων ηλικίας 15 έως 64 ετών και 65 ετών και άνω ήταν γενικά πιο έντονες στην Ελλάδα από ότι συνολικά στην Ευρώπη.
- Σήμερα η Ελλάδα έχει από τα υψηλότερα ποσοστά ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών.
2. Ο πληθυσμός της Ελλάδας και της Ευρώπης στο μέλλον
2.1. Το πλαίσιο των προοπτικών εξέλιξης του πληθυσμού στην Ελλάδα και την Ευρώπη και η αναπόφευκτη μείωση του συνολικού του μεγέθους
Οι διαχρονικές μεταβολές του μεγέθους ενός οποιουδήποτε κλειστού πληθυσμούο πληθυσμός που δεν επηρεάζεται από μετακινήσεις, δηλαδή δεν υπάρχει ούτε εισροή ούτε εκροή κατοίκων., δηλαδή ενός πληθυσμού του οποίου το μέγεθος δεν επηρεάζεται από τη μετανάστευση, εξαρτώνται αποκλειστικά από το πόσο μεγάλη είναι η διαφορά μεταξύ γεννήσεων και θανάτων και από το κατά πόσο η διαφορά αυτή είναι θετική (οι γεννήσεις υπερτερούν των θανάτων) ή αρνητική (οι γεννήσεις υπολείπονται των θανάτων).
Ουσιαστικά η διαφορά γεννήσεων και θανάτων, και άρα η μεταβολή του πληθυσμού, κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, π.χ. από σήμερα έως το 2050 συναρτάται με 4 παράγοντες:
- τη σημερινή διαφορά μεταξύ του αριθμού των γεννήσεων και του αριθμού των θανάτων,
- τη σημερινή αλλά και τη μελλοντική εξέλιξη της γονιμότηταςο μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα, δηλαδή το πόσα παιδιά κατά μέσο όρο φέρνουν και θα εξακολουθήσουν να φέρνουν στον κόσμο οι γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία (15 έως 49 ετών),
- τη σημερινή αλλά και τη μελλοντική εξέλιξη της θνησιμότηταςο αριθμός των θανάτων που αντιστοιχούν σε 1.000 κατοίκους (θάνατοι/1.000 κατοίκους) , δηλαδή τον κίνδυνο θνησιμότητας που διατρέχουν τα άτομα σε κάθε ηλικία σήμερα, αλλά και τον κίνδυνο θνησιμότητας που θα διατρέχουν τα άτομα τα επόμενα χρόνια προκειμένου να επιζήσουν έως την επόμενη ηλικία (π.χ. όταν σε ένα συγκριμένο έτος είναι 60 ετών να γίνουν 61 ετών την επόμενη χρονιά), και
- τη σημερινή κατά ηλικία δομή η κατανομή του πληθυσμού στις διαφορετικές ηλικίεςτου πληθυσμού, η οποία επηρεάζει τον μελλοντικό αριθμό των ατόμων που θα βρίσκονται σε κάθε ηλικία τα επόμενα χρόνια (π.χ. ο αριθμός των ατόμων που μετά από 10 χρόνια θα είναι 50 ετών, εξαρτάται από τον αριθμό των ατόμων που σήμερα είναι 40 ετών).
Τι γνωρίζουμε σήμερα για τα 4 προαναφερόμενα σημεία;
- Στην Ελλάδα και στην Ευρώπη σήμερα οι θάνατοι υπερτερούν σημαντικά των γεννήσεων, δηλαδή το φυσικό ισοζύγιοη διαφορά του αριθμό των θανάτων από τον αριθμό των γεννήσεων (Φ.Ι.=Γεννήσεις- Θάνατοι)
• Θετικό ισοζύγιο: αν Γεννήσεις > Θάνατοι
• Αρνητικό ισοζύγιο: αν Γεννήσεις < Θάνατοι
είναι αρνητικό και ο πληθυσμός πιθανότατα εισέρχεται σε μία περίοδο μείωσης του συνολικού του μεγέθους. Το αρνητικό φυσικό ισοζύγιο είναι γύρω στις 50 χιλιάδες στην Ελλάδα και στα 2 εκατομμύρια στην Ευρώπη. Δηλαδή μία μείωση -5 και -3 ατόμων σε κάθε 1.000 άτομα του πληθυσμού στην Ελλάδα και την Ευρώπη αντίστοιχα. Αυτό σημαίνει ότι, σε ένα πλαίσιο μηδενικού μεταναστευτικού ισοζυγίουη διαφορά του αριθμού των εξερχόμενων από τον αριθμό των εισερχόμενων μεταναστών
(Μ.Ι. = Εισερχόμενοι -Εξερχόμενοι)
• Θετικό ισοζύγιο: αν Εισερχόμενοι > Εξερχόμενοι
• Αρνητικό ισοζύγιο: αν Εισερχόμενοι < Εξερχόμενοι , εάν η σημερινή διαφορά μεταξύ γεννήσεων και θανάτων εξακολουθήσει να υφίσταται, ο πληθυσμός της Ελλάδας θα μειώνεται περίπου κατά 50 χιλιάδες άτομα το χρόνο, και συνεπώς τα επόμενα 25 χρόνια θα έχει μειωθεί συνολικά κατά 1,25 εκατομμύρια άτομα ή αλλιώς κατά -12%. Κατά τον ίδιο τρόπο, εάν η σημερινή μείωση των 2 εκατομμυρίων ατόμων το χρόνο, εξακολουθήσει να υφίσταται στην Ευρώπη, σε 25 χρόνια ο πληθυσμός της θα έχει μειωθεί κατά 50 εκατομμύρια άτομα, δηλαδή κατά -7%. - Η γονιμότητα βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα, γεγονός που δεν επιτρέπει την αντικατάσταση των γενεών, ενώ παράλληλα η απόκτηση παιδιών γίνεται όλο και σε υψηλότερη ηλικία. Σήμερα, σε σχέση με το επίπεδο αντικατάστασης των 2,1 παιδιών ανά γυναίκα, η γονιμότητα στην Ελλάδα είναι χαμηλότερη κατά 55% και στην Ευρώπη κατά 45%. Ο αριθμός των γεννήσεων στις ηλικίες 25 έως 44 ετών αποτελεί το 88% και το 85% του συνολικού αριθμού γεννήσεων στην Ελλάδα και την Ευρώπη αντίστοιχα, ενώ το 1950 ήταν 72% και 65%.
- Η θνησιμότητα είναι χαμηλή, γεγονός που αντικατοπτρίζεται στην υψηλή μέση διάρκεια ζωής και στην συγκέντρωση των θανάτων στις ηλικίες άνω των 65 ετών. Σήμερα το προσδόκιμο ζωήςη μέση αναμενόμενη διάρκεια ζωής ενός ατόμου που γεννιέται μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή σε μια συγκεκριμένη περιοχή στην Ελλάδα είναι 82 έτη και στην Ευρώπη 79. Οι θάνατοι στις ηλικίες 65 ετών και άνω αποτελούν το 89% του συνολικού αριθμού θανάτων στην Ελλάδα και το 79% στην Ευρώπη, ενώ το 1950 τα αντίστοιχα μεγέθη ήταν 54% και 47% αντίστοιχα.
- Η σημερινή κατά ηλικία δομή του πληθυσμού, οδηγεί αναπόφευκτα σε μία μελλοντική μείωση του αριθμού των γυναικών ηλικίας 25 έως 44 ετών, η οποία από σήμερα έως το 2050 θα είναι της τάξης του -20% για την Ελλάδα και την Ευρώπη. Παράλληλα, οδηγεί σε μία αναπόφευκτη αύξηση του αριθμού των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω κατά 13% στην Ελλάδα και κατά 17% στην Ευρώπη.
2.2. Πόσο θα μειωθεί ο πληθυσμός στην Ελλάδα και την Ευρώπη από σήμερα έως το 2050;
Οι προοπτικές εξέλιξης και η σημασία της σημερινής κατά ηλικία δομής
Οι δημογράφοι προκειμένου να αποτυπώσουν την επίπτωση που μπορεί να έχει η κατά ηλικία δομή ενός πληθυσμού στις μελλοντικές μεταβολές του συνολικού του μεγέθους χρησιμοποιούν την έννοια του πληθυσμιακού “momentum” (population momentum)η δυναμική που δημιουργεί η ηλικιακή δομή του πληθυσμού στη μεταβολή του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού[1]Για την καλύτερη κατανόηση του population momentum και της επίδρασης της ηλικιακής δομής μπορείτε να παρακολουθήσετε το ακόλουθο βίντεο.Η έννοια αυτή βασίζεται στο εξής απλό ερώτημα: τι θα συμβεί στο μέγεθος ενός πληθυσμού στο μέλλον, εάν:
- Η γονιμότητα είναι στο επίπεδο αντικατάστασης (2,1), δηλαδή το μέγεθος της κάθε γενιάς ούτε αυξάνει ούτε μειώνεται, αλλά οι γενιές απλά αντικαθιστούν η μία την άλλη.
- Η θνησιμότητα παραμένει σταθερή στη διάρκεια του χρόνου, και
- Το μεταναστευτικό υπόλοιπο είναι μηδενικό;
Η εκτίμηση η οποία προκύπτει με βάση το παραπάνω ερώτημα φανερώνει την επίπτωση αποκλειστικά της κατά ηλικία δομής ενός πληθυσμού στις μελλοντικές αλλαγές του μεγέθους του πληθυσμού. Όπως προαναφέρθηκε, η επίπτωση αυτή σχετίζεται με τις μεταβολές που αφορούν στα άτομα αναπαραγωγικής ηλικίας (15 έως 49 ετών) και στον αριθμό των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω, τα οποία επηρεάζουν τον αριθμό των γεννήσεων και τον αριθμό των θανάτων αντίστοιχα.
Τόσο για την Ελλάδα, όσο και για την Ευρώπη συνολικά, αναφερόμαστε σε ένα αρνητικό πληθυσμιακού “momentum”η δυναμική που δημιουργεί η ηλικιακή δομή του πληθυσμού στη μεταβολή του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού, αφού η μείωση του πληθυσμού στις αναπαραγωγικές ηλικίες και η αύξηση του αριθμού των ατόμων στις ηλικίες 65 ετών και άνω, δυσχεραίνουν την αύξηση του αριθμού των γεννήσεων και παράλληλα ευνοούν της αύξηση του αριθμού των θανάτων, και συνεπώς συνολικά οδηγούν σε μείωση του πληθυσμού.
Η εκτίμηση που έχουμε σήμερα είναι ότι η σημερινή κατά ηλικία δομήη κατανομή του πληθυσμού στις διαφορετικές ηλικίες θα συνδυαστεί με μείωση του πληθυσμού από σήμερα έως το 2050 κατά -9% στην Ελλάδα και κατά -5,5% στην Ευρώπη (Γράφημα 10). Η εξέλιξη αυτή θα επέλθει ως συνέπεια της αύξησης του αριθμού των ηλικιωμένων ατόμων κατά 13% στην Ελλάδα και κατά 17% στην Ευρώπη και παράλληλα της μείωσης του πληθυσμού των γυναικών σε ηλικία αναπαραγωγής (κατά -20% και -16%) στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Με βάση τις μεταβολές αυτές, οι γεννήσεις θα παραμένουν χαμηλότερες από τους θανάτους, και συνεπώς το φυσικό ισοζύγιο θα παραμείνει αρνητικό και ο πληθυσμός θα μειώνεται στη διάρκεια του χρόνου.
Επιπρόσθετα, η εκτίμηση ότι η γονιμότητα θα παραμείνει κάτω από τα επίπεδα αντικατάστασης των γενεών, θα οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση του πληθυσμού, σχεδόν κατά το ίσιο ποσοστό στην Ελλάδα και τη Ευρώπη (-9% και -8,5% αντίστοιχα). Αντίθετα, η αναμενόμενη μείωση της θνησιμότητας, θα συγκρατήσει την αύξηση του αριθμού των θανάτων, γεγονός το οποίο θα επιδράσει θετικά στην αύξηση του πληθυσμού (σε ποσοστό 3,5% και 3% σε Ελλάδα και Ευρώπη αντίστοιχα).
Εν κατακλείδι, η συνολική μείωση του πληθυσμού στην Ελλάδα και την Ευρώπη θα είναι -14,5% και -11% αντίστοιχα: η αναπόφευκτη μείωση που σχετίζεται με την σημερινή κατά ηλικία δομή θα είναι -9% και -5,5% για την Ελλάδα και την Ευρώπη και το υπόλοιπο -5,5% της συνολικής μείωσης τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη θα προέλθει από την μείωση της θνησιμότητας και τη διατήρησης της γονιμότητας σε επίπεδα κάτω από το επίπεδο αντικατάστασης (2,1). Με άλλα λόγια, η διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης, αναφορικά με την αναμενόμενη ένταση της πληθυσμιακής μείωσης οφείλεται στις διαφορές ως προς με την σημερινή κατά ηλικία δομήη κατανομή του πληθυσμού στις διαφορετικές ηλικίες του πληθυσμού και όχι με τις αναμενόμενες διαφορές στη γονιμότητα ο μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα και τη θνησιμότηταο αριθμός των θανάτων που αντιστοιχούν σε 1.000 κατοίκους (θάνατοι/1.000 κατοίκους).
Γράφημα 10. Η επίπτωση της σημερινής κατά ηλικία δομής, της θνησιμότητας και της γονιμότητας (μέση γονιμότητα) στην αναμενόμενη μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας και της Ευρώπης μεταξύ 2024 και 2050 (ως ποσοστό του συνολικού πληθυσμού σήμερα)
Χωρίς μετανάστευση, μέχρι το 2050 ο πληθυσμός της Ευρώπης και της Ελλάδας θα μειωθεί κατά 11% και 14,5% αντίστοιχα.
Η μείωση αυτή οφείλεται στην αρνητική επίδραση της χαμηλής γονιμότητας και της ηλικιακής δομής του πληθυσμού.
Αντίθετα, η συνεχιζόμενη αύξηση του προσδόκιμου ζωής θα έχει μικρή θετική επίδραση στη μεταβολή του πληθυσμού Ευρώπης και Ελλάδας.
2.3 Γιατί και πόσο θα ενταθεί η γήρανση του πληθυσμού στην Ελλάδα και την Ευρώπη τα επόμενα χρόνια;
Πόσο και μέχρι πότε θα αυξάνει ο αριθμός των ηλικιωμένων ατόμων στην Ελλάδα και την Ευρώπη;
Από όσα αναφέρθηκαν μέχρι τώρα, είναι φανερό ότι η αναμενόμενη αύξηση του αριθμού των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω στην Ελλάδα και την Ευρώπη τα επόμενα χρόνια σχετίζεται με:
- Την σημερινή κατά ηλικία δομήη κατανομή του πληθυσμού στις διαφορετικές ηλικίες του πληθυσμού, και ειδικότερα τον αριθμό των ατόμων που σήμερα βρίσκονται κάτω από την ηλικία των 65 ετών. Ο αριθμός αυτός στην Ελλάδα και την Ευρώπη είναι αποτέλεσμα κυρίως των μεταβολών στον αριθμό των γεννήσεων κατά την περίοδο από το τέλος του 2ου παγκοσμίου πολέμου μέχρι σήμερα.
- Τη μείωση της θνησιμότηταςο αριθμός των θανάτων που αντιστοιχούν σε 1.000 κατοίκους (θάνατοι/1.000 κατοίκους), η οποία επιτρέπει σε όλο και περισσότερα άτομα να φτάνουν στην ηλικία των 65 ετών και να ζουν όλο και περισσότερα χρόνια μετά την ηλικία των 65 ετών.
Αντίθετα η γονιμότητα και οι γεννήσεις που έχουμε σήμερα αλλά και θα έχουμε τα επόμενα 65 χρόνια, θα επηρεάσουν μεν την εξέλιξη του συνολικού πληθυσμού αλλά όχι τον αριθμό των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω: π.χ. τα άτομα που θα γεννηθούν το 2025 θα γίνου 65 ετών μόλις το 2090. Συνεπώς, για τις επόμενες δεκαετίες, υπάρχουν δύο βασικά ερωτήματα:
- Πόσο και μέχρι πότε η σημερινή κατά ηλικία δομή θα οδηγεί σε αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων;
- Μία αναμενόμενη μείωση της θνησιμότητας τα επόμενα χρόνια, πόσο μπορεί να μεταβάλει την ένταση και τον χρονικό ορίζοντα της αύξησης του αριθμού των ηλικιωμένων;
Οι απαντήσεις στα δύο παραπάνω ερωτήματα οδηγούν σε μία βασική επισήμανση αναφορικά με την διαφοροποίηση Ελλάδας και Ευρώπης (Γράφημα 11): Στην Ευρώπη, η αύξηση και ο χρονικός ορίζοντας της αύξησης του αριθμού των ηλικιωμένων, θα είναι πιο έντονα από ότι στην Ελλάδα.
Ειδικότερα για την επίπτωση της κατά ηλικία δομής:
- Ο αριθμός των ηλικιωμένωνάτομο ηλικίας άνω των 65 ετών στην Ελλάδα θα αυξάνει έως το 2050, ενώ στην Ευρώπη περίπου για μία δεκαετία ακόμη (2060). Δηλαδή το σημείο καμπής στην Ευρώπη θα παρατηρηθεί περίπου 10 χρόνια αργότερα από ότι στην Ελλάδα.
- Στην Ελλάδα το 2060, μετά από μία περίοδο αύξησης, ο αριθμός των ηλικιωμένων θα είναι περίπου ίσος με τον αριθμό που έχουμε σήμερα, ενώ η αντίστοιχη μεταβολή για την Ευρώπη αναμένεται γύρω στο 2070.
Γράφημα 11. Η αναμενόμενη αύξηση του αριθμού των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω στην Ελλάδα και την Ευρώπη (2024-2070).
Η αναπόφευκτη αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων ατόμων στο συνολικό πληθυσμό
Με βάση τα όσα προαναφέρθηκαν, είναι φανερό ότι η αύξηση του αριθμού των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω, σε συνδυασμό με την αναμενόμενη συρρίκνωση του συνολικού πληθυσμού, θα οδηγήσουν σε αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων στον πληθυσμό, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη.
Σήμερα στην Ελλάδα ο αριθμός των ηλικιωμένων ατόμων που αντιστοιχούν σε 100 άτομα του πληθυσμού είναι 24, το 2050 αναμένουμε ότι θα είναι 36, ενώ τα αντίστοιχα μεγέθη για την Ευρώπη είναι 20 και 30 (Γράφημα 12).
Γράφημα 12. Μεταβολή του αριθμού των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω στο συνολικό πληθυσμό της Ελλάδας και της Ευρώπης από το 1950 έως το 2050 (για 100 άτομα του πληθυσμού)
Πηγή: Ηνωμένα Έθνη (UN 2024)
Ουσιαστικά στη διάρκεια ενός αιώνα (1950-2050), οι διαφορετικοί ρυθμοί αύξησης του πληθυσμού και των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω συνδυάζονται με σημαντική ένταση της δημογραφικής γήρανσης (Γράφημα 12). Για παράδειγμα, το 2000 στην Ελλάδα, ο αριθμός των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω ήταν 3,6 φορές υψηλότερος από το 1950, και στην Ευρώπη ήταν 2,5 φορές. Ταυτόχρονα, ο πληθυσμός στην Ελλάδα και την Ευρώπη ήταν 1,4 και 1,3 φορές υψηλότερος το 2000 σε σχέση με το 1950. Τα επόμενα χρόνια η αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων θα συνδυάζεται με μείωση του πληθυσμού και συνεπώς με αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων στον πληθυσμό. Έτσι, ενώ το 1950 σε 100 άτομα του πληθυσμού αντιστοιχούσαν 7 άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω στην Ελλάδα και 8 στην Ευρώπη, το 2000 αντιστοιχούσαν 17 και 15, σήμερα αντιστοιχούν 23 και 20, ενώ το 2050, χωρίς μετανάστευση, αναμένεται ότι θα αντιστοιχούν 36 και 30 αντίστοιχα.
Όλο και λιγότερα άτομα στις παραγωγικές ηλικίες
Η σημερινή κατά ηλικία δομήη κατανομή του πληθυσμού στις διαφορετικές ηλικίες του πληθυσμού στην Ελλάδα και την Ευρώπη αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε μείωση του αριθμού των ατόμων ηλικίας 15 έως 64 ετών. Ουσιαστικά ο αριθμός των ατόμων που σήμερα βρίσκεται στις ηλικίες 45 έως 64 ετών και προέρχεται από τον υψηλό αριθμό γεννήσεων την περίοδο πριν το 1980, είναι υψηλότερος από τον αριθμό των ατόμων ηλικίας 25 έως 44 ετών τα οποία γεννήθηκαν μετά το 1980.
Μάλιστα στην Ελλάδα η διαφορά αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική αφού τα άτομα ηλικίας 45 έως 64 ετών σήμερα είναι σχεδόν 3 εκατομμύρια, ενώ τα άτομα ηλικίας 25 έως 44 ετών είναι 2,3 εκατομμύρια, δηλαδή μία διαφορά της τάξης του 30%. Συνεπώς, με την πάροδο του χρόνου, τα άτομα ηλικίας 45 έως 64 ετών θα εισέρχονται σταδιακά στις ηλικίες των 65 ετών και άνω, δίνοντας τη θέση τους σε όλο και λιγότερα άτομα με συνέπεια ο πληθυσμός 15 έως 64 ετών να μειώνεται στη διάρκεια του χρόνου.
Η διαδικασία αυτή, που τα επόμενα 20-25 χρόνια, εάν δεν υπάρχει μετανάστευση, θα είναι αποκλειστικά το αποτέλεσμα της σημερινής κατά ηλικία δομήςη κατανομή του πληθυσμού στις διαφορετικές ηλικίες του πληθυσμού, αναμένεται να οδηγήσει σε μία μείωση του πληθυσμού των παραγωγικών ηλικιώνη ηλικιακή ομάδα που περιλαμβάνει τα άτομα από 20 έως 64 ετών (ή 15-64 ετών) κατά -22% στην Ελλάδα και κατά -16% στην Ευρώπη (Γράφημα 13).
Γράφημα 13. Η επίπτωση της σημερινής κατά ηλικία δομής του πληθυσμού της Ελλάδας και της Ευρώπης στη μείωση του πληθυσμού ηλικίας 15 έως 64 ετών από το 2024 έως το 2050 (δείκτης 100 το 2024).
Πηγή: Υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών (UN, 2024)
Όλο και περισσότεροι ηλικιωμένοι σε σχέση με τα άτομα των παραγωγικών ηλικιών
Είναι φανερό ότι η αύξηση του αριθμού των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω, σε συνδυασμό με την αναμενόμενη συρρίκνωση του πληθυσμού στις ηλικίες 15 έως 64 ετών, θα οδηγήσουν σε αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων που θα αντιστοιχούν σε 100 άτομα παραγωγικής ηλικίας, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη.
Σήμερα στην Ελλάδα ο αριθμός των ηλικιωμένων ατόμωνάτομο ηλικίας άνω των 65 ετών που αντιστοιχούν σε 100 άτομα ηλικίας 15 έως 64 ετών είναι 38, το 2050 αναμένουμε ότι θα είναι 67, ενώ τα αντίστοιχα μεγέθη για την Ευρώπη είναι 32 και 53 (Γράφημα 14).
Ουσιαστικά στη διάρκεια ενός αιώνα (1950-2050), οι διαφορετικοί ρυθμοί αύξησηςη ποσοστιαία αύξηση (ή μεταβολή) του μεγέθους ανάμεσα σε δύο χρονικές στιγμές. του αριθμού των ατόμων ηλικίας 15 έως 64 ετών και των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω, συνδυάζονται με σημαντική αύξηση των ηλικιωμένων σε σχέση με τα άτομα των παραγωγικών ηλικιών (Γράφημα 14). Για παράδειγμα, όπως προαναφέρθηκε, το 2000 στην Ελλάδα, ο αριθμός των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω ήταν 3,6 φορές υψηλότερος από το 1950 και στην Ευρώπη ήταν 2,5 φορές. Ταυτόχρονα, ο πληθυσμός ηλικίας 15 έως 64 ετών στην Ελλάδα και την Ευρώπη ήταν 1,7 και 1,9 φορές υψηλότερος το 2000 σε σχέση με το 1950.
Τα επόμενα χρόνια η αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων θα συνδυάζεται με μείωση του πληθυσμού των παραγωγικών ηλικιώνη ηλικιακή ομάδα που περιλαμβάνει τα άτομα από 20 έως 64 ετών (ή 15-64 ετών), και συνεπώς με αύξηση του αριθμού των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω που θα αντιστοιχούν σε 100 άτομα ηλικίας 15 έως 64 ετών. Έτσι, ενώ το 1950 σε 100 άτομα ηλικίας 15 έως 64 ετών αντιστοιχούσαν 11 άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω στην Ελλάδα και 12 στην Ευρώπη, το 2000 αντιστοιχούσαν 25 και 22, σήμερα αντιστοιχούν 38 και 32, ενώ το 2050, χωρίς μετανάστευση, αναμένεται ότι θα αντιστοιχούν 67 και 53 αντίστοιχα.
Γράφημα 14. Αριθμός ηλικιωμένων (65 ετών και άνω) που αντιστοιχούν σε 100 άτομα εργάσιμης ηλικίας (15 έως 64 ετών) στην Ελλάδα και την Ευρώπη από το 1950 έως το 2050
Πηγή: Ηνωμένα Έθνη (UN 2024)
- Το 2024 στην Ελλάδα, 24 στα 100 άτομα είναι άνω των 65 ετών. Το 2050, χωρίς μετανάστευση, στα 100 άτομα θα αντιστοιχούν 36 ηλικιωμένοι.
- Το 2024 στην Ελλάδα αντιστοιχούν 38 άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω σε 100 άτομα των παραγωγικών ηλικιών (15 έως 64 ετών). Το 2050, χωρίς μετανάστευση θα αντιστοιχούν 67.
Η ηλικιακή δομή ενός πληθυσμού είναι συχνά εξίσου σημαντική με τη δημογραφική συμπεριφορά του (δηλαδή τα επίπεδα γονιμότητας, θνησιμότητας και μετανάστευσης).
2.4 Ποιες θα είναι οι γεωγραφικές διαφοροποιήσεις της μείωσης του πληθυσμού στην Ελλάδα;
Η μείωση του συνολικού πληθυσμού στην Ελλάδα θα συνοδευτεί από μείωση του πληθυσμού σε όλες της γεωγραφικές περιοχές εκτός από την Κρήτη, όπου ο πληθυσμός αναμένεται ότι θα παραμείνει σταθερός και το Νότιο και Βόρειο Αιγαίο των οποίων ο πληθυσμός αναμένεται ότι θα αυξηθεί, λόγω της εσωτερικήςη μετακίνηση ατόμων μεταξύ περιοχών εντός της ίδιας χώρας και της διεθνούς μετανάστευσης η μετακίνηση/ μετεγκατάσταση ατόμων μεταξύ διαφορετικών χωρών(Πίνακας 6).
Ειδικότερα:
Η ταχύτερη μείωση του πληθυσμού αναμένεται να συμβεί στη Δυτική Μακεδονία (-22%), την Αττική (-18%) και τη Θεσσαλία (-16%).
Η μείωση θα είναι επίσης σημαντική στην Ήπειρο (-14%), την Πελοπόννησο (-13%), την Κεντρική Μακεδονία (-11%), τη Στερεά Ελλάδα (-11%) και σε μικρότερο βαθμό στα Ιόνια Νησιά (-8%) και την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (-6%).
Αντίθετα, τόσο στο Νότιο αλλά κυρίως στο Βόρειο Αιγαίο η αύξηση του πληθυσμού θα είναι σημαντική (10% και 50% αντίστοιχα), ενώ, όπως προαναφέρθηκε, ο πληθυσμός στην Κρήτη αναμένεται ότι θα παραμείνει περίπου στα σημερινά επίπεδα.
Κατά συνέπεια, το ποσοστό των ατόμων, που θα ζουν στις τρεις προαναφερόμενες περιοχές, στο συνολικό πληθυσμό της Ελλάδας, αναμένεται ότι, έστω και οριακά, θα αυξηθεί. Ενώ συνολικά στις 3 αυτές περιοχές σήμερα ζουν 11 άτομα στα 100 άτομα του συνολικού πληθυσμού το 2050 θα ζουν 14.
Αντίθετα, η Αττική θα είναι η περιοχή στην οποία το αντίστοιχο ποσοστό των ατόμων που θα ζουν σε αυτή θα μειωθεί από 35% σε 32%, ενώ στις υπόλοιπες περιοχές τα ποσοστά θα μείνουν σχεδόν σταθερά.
Πίνακας 6. Οι αναμενόμενες μεταβολές στη γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού στην Ελλάδα μεταξύ 2023 και 2050
| Πληθυσμιακή μεταβολή | Κατανομή για 100 άτομα | |||
|---|---|---|---|---|
| Απόλυτη | Σχετική | 2023 | 2050 | |
| Αττική | -660.000 | -18% | 35 | 32 |
| Κεντρική Μακεδονία | -210.000 | -11% | 17 | 18 |
| Πελοπόννησος | -140.000 | -13% | 10 | 9 |
| Στερεά Ελλάδα | -80.000 | -11% | 7 | 7 |
| Θεσσαλία | -120.000 | -16% | 7 | 6 |
| Κρήτη | 2.000 | 0% | 6 | 7 |
| Ανατολική Μακεδονία και Θράκη | -35.000 | -6% | 6 | 6 |
| Νότιο Αιγαίο | 35.000 | 10% | 3 | 4 |
| Ήπειρος | -45.000 | -14% | 3 | 3 |
| Δυτική Μακεδονία | -60.000 | -22% | 2 | 2 |
| Βόρειο Αιγαίο | 110.000 | 51% | 2 | 4 |
| Ιόνια νησιά | -15.000 | -8% | 2 | 2 |
| Σύνολο χώρας | -1.200.000 | -11% | 100 | 100 |
Πηγή: Τραγάκη, Μπάγκαβος και Ντούνας 2015, Eurostat 2024
2.5 Ποιες θα είναι οι γεωγραφικές διαφοροποιήσεις της δημογραφικής γήρανσης στην Ελλάδα;
Η αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων ατόμων στην Ελλάδα παρουσιάζει έντονες γεωγραφικές διαφοροποιήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το 2000 στην Αττική ο αριθμός των ηλικιωμένωνάτομο ηλικίας άνω των 65 ετών ήταν 6,4 φορές υψηλότερος από ότι το 1950, η μεταβολή αυτή ήταν αισθητά χαμηλότερη στο Βόρειο Αιγαίο (1,6 φορές). Παρόλα αυτά, το 2000 το ποσοστό των ηλικιωμένων στο συνολικό πληθυσμό ήταν υψηλότερο στο Βόρειο Αιγαίο (20%) από ότι στην Αττική (15%) (Πίνακας 7), αφού στην Αττική μεταξύ 1950 και 2000 ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά 2,5 φορές, ενώ μειώθηκε στο Βόρειο Αιγαίο. Επιπρόσθετα, παρά την αναμενόμενη αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων στο Βόρειο Αιγαίο από σήμερα έως το 2050, η παράλληλη αύξηση του πληθυσμού θα οδηγήσει σε ένα ποσοστό των ηλικιωμένων στο συνολικό πληθυσμό στο Βόρειο Αιγαίο (23%) το 2050, το οποίο θα είναι το χαμηλότερο από κάθε άλλη γεωγραφική περιοχή (Χάρτης 6).
Χάρτης 6. Η γεωγραφική διάσταση της δημογραφικής γήρανσης στην Ελλάδα (1950, 2000, 2050).
Πίνακας 7. Γεωγραφικές διαφοροποιήσεις σχετικά με την εξέλιξη του ποσοστού των ηλικιωμένων στο συνολικό πληθυσμό στην Ελλάδα (1950, 2000, 2050)
| 1950 | 2000 | 2050 | |||
| Βόρειο Αιγαίο | 10% | Βόρειο Αιγαίο | 21% | Δυτική Μακεδονία | 38% |
| Ιόνια νησιά | 9% | Ήπειρος | 20% | Αττική | 36% |
| Κρήτη | 8% | Ιόνια νησιά | 20% | Ήπειρος | 35% |
| Πελοπόννησος | 7% | Πελοπόννησος | 19% | Θεσσαλία | 35% |
| Νότιο Αιγαίο | 7% | Στερεά Ελλάδα | 19% | Πελοπόννησος | 34% |
| Στερεά Ελλάδα | 7% | Δυτική Μακεδονία | 19% | Στερεά Ελλάδα | 34% |
| Δυτική Μακεδονία | 7% | Θεσσαλία | 18% | Κεντρική Μακεδονία | 34% |
| Ανατολική Μακεδονία και Θράκη | 6% | Ανατολική Μακεδονία και Θράκη | 18% | Ιόνια νησιά | 33% |
| Ήπειρος | 6% | Κρήτη | 16% | Κρήτη | 31% |
| Κεντρική Μακεδονία | 6% | Κεντρική Μακεδονία | 16% | Ανατολική Μακεδονία και Θράκη | 31% |
| Θεσσαλία | 6% | Αττική | 15% | Νότιο Αιγαίο | 29% |
| Αττική | 6% | Νότιο Αιγαίο | 14% | Βόρειο Αιγαίο | 23% |
| Σύνολο χώρας | 7% | Σύνολο χώρας | 17% | Σύνολο χώρας | 34% |
Πηγή: Υπολογισμοί που βασίζονται στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και της Eurostat
Συνοπτικά:
- Τα επόμενα χρόνια, στην Αττική και την Κεντρική Μακεδονία εκτιμάται ότι θα εξακολουθήσει να ζει ο μισός πληθυσμός της Ελλάδας.
- Με εξαίρεση το Βόρειο και Νότιο Αιγαίο, όπου ο πληθυσμός αναμένεται ότι θα αυξηθεί, και την Κρήτη της οποίας ο πληθυσμός αναμένεται ότι θα παραμείνει σχεδόν σταθερός, σε όλες τις άλλες περιοχές ο πληθυσμός αναμένεται ότι θα σημειώσει σημαντική μείωση.
- Σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές, ο αριθμός των ηλικιωμένων θα εξακολουθήσει να αυξάνει τα επόμενα χρόνια, αν και με χαμηλότερους ρυθμούς από ότι την περίοδο 1950-2000. Παράλληλα θα αυξάνει και το ποσοστό τους στο συνολικό πληθυσμό.
- Ενώ, το 1950 το ποσοστό των ηλικιωμένων στο συνολικό πληθυσμό στις διάφορες γεωγραφικές περιοχές κυμαίνονταν μεταξύ6% και 10%, το 2000 το ποσοστό αυτό ήταν μεταξύ 14% και 21%, ενώ αναμένεται ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, θα ξεπεράσει το 30% το 2050.
- Το 2050, η Δυτική Μακεδονία και η Αττική θα είναι οι περιοχές με το υψηλότερο ποσοστό ηλικιωμένων στο συνολικό πληθυσμό, ενώ στο Βόρειο και στο Νότιο Αιγαίο αναμένονται τα χαμηλότερα ποσοστά ηλικιωμένων στον πληθυσμό.
Αρχεία Λήψης
Με μια ματιά
Κεφάλαια ενότητας
Γλωσσάρι
Κόμικ
Όλα τα αρχεία
Γλωσσάρι
| Baby-boom | η απότομη (και απρόσμενη) αύξηση των γεννήσεων που παρατηρήθηκε σε διάφορες χώρες μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ένταση και η διάρκεια του φαινομένου διαφοροποιούνται έντονα από χώρα σε χώρα. |
|
Γεννήσεις |
ο αριθμός των παιδιών που γεννιούνται κατά τη διάρκεια ενός έτους σε μια συγκεκριμένη περιοχή |
| Γεννητικότητα | ο αριθμός των γεννήσεων που αντιστοιχούν σε 1.000 κατοίκους μιας περιοχής (γεννήσεις/1.000 κατοίκους) |
| Γεωγραφική κατανομή | η κατανομή (του πληθυσμού) σε διαφορετικές περιοχές (περιφέρειες, περιφερειακές ενότητες κλπ) |
| Γονιμότητα | ο μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα |
| Γήρανση (βιολογική) | η σταδιακή απώλεια της φυσιολογικής λειτουργίας ενός οργανισμού που εμφανίζεται με την ηλικία και συνήθως συνοδεύεται με την εμφάνιση ασθενειών |
| Δείκτης δημογραφικής εξάρτησης ηλικιωμένων | ο αριθμός των ηλικιωμένων (άνω των 65 ετών) προς τον αριθμό των ατόμων που είναι σε εργάσιμη ηλικία (20-64 ή 15-64 ετών) |
| Δημογραφική (ή πληθυσμιακή) γήρανση ή Γήρανση του πληθυσμού | ο όρος περιγράφει την αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων (των ατόμων άνω των 65 ετών) σε έναν πληθυσμό |
| Διεθνής μετανάστευση | η μετακίνηση/ μετεγκατάσταση ατόμων μεταξύ διαφορετικών χωρών |
| Εσωτερική μετανάστευση | η μετακίνηση ατόμων μεταξύ περιοχών εντός της ίδιας χώρας |
| Ηλικιακή δομή ή
Κατά ηλικία δομή |
η κατανομή του πληθυσμού στις διαφορετικές ηλικίες |
| Ηλικιωμένο άτομο ή ηλικιωμένος | άτομο ηλικίας άνω των 65 ετών |
| Θάνατοι | ο αριθμός των θανάτων που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια ενός έτους σε μια συγκεκριμένη περιοχή |
| Θνησιμότητα | ο αριθμός των θανάτων που αντιστοιχούν σε 1.000 κατοίκους (θάνατοι/1.000 κατοίκους) |
| Κλειστός πληθυσμός | ο πληθυσμός που δεν επηρεάζεται από μετακινήσεις, δηλαδή δεν υπάρχει ούτε εισροή ούτε εκροή κατοίκων. |
| Μεταναστευτικό ισοζύγιο | η διαφορά του αριθμού των εξερχόμενων από τον αριθμό των εισερχόμενων μεταναστών
(Μ.Ι. = Εισερχόμενοι -Εξερχόμενοι) · Θετικό ισοζύγιο: αν Εισερχόμενοι > Εξερχόμενοι · Αρνητικό ισοζύγιο: αν Εισερχόμενοι < Εξερχόμενοι
|
| Παραγωγική ηλικία | η ηλικιακή ομάδα που περιλαμβάνει τα άτομα από 20 έως 64 ετών (ή 15-64 ετών) |
| Πληθυσμιακή Μεταβολή (ΔΡ) | η διαφορά της τελικής από την αρχική τιμή του πληθυσμού |
| Πληθυσμιακή Πυκνότητα | Αριθμός κατοίκων ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο |
| Πληθυσμιακό Momentum
Population momentum |
η δυναμική που δημιουργεί η ηλικιακή δομή του πληθυσμού στη μεταβολή του συνολικού μεγέθους του πληθυσμού |
| Προσδόκιμο ζωής | η μέση αναμενόμενη διάρκεια ζωής ενός ατόμου που γεννιέται μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή σε μια συγκεκριμένη περιοχή |
| Ρυθμός αύξησης (ή μεταβολής) | η ποσοστιαία αύξηση (ή μεταβολή) του μεγέθους ανάμεσα σε δύο χρονικές στιγμές.
|
| Φυσικό ισοζύγιο | η διαφορά του αριθμό των θανάτων από τον αριθμό των γεννήσεων (Φ.Ι.=Γεννήσεις- Θάνατοι)
· Θετικό ισοζύγιο: αν Γεννήσεις > Θάνατοι · Αρνητικό ισοζύγιο: αν Γεννήσεις < Θάνατοι |
Με μια ματιά
Η Ελλάδα & Η Ευρώπη
Ο πληθυσμός της Ελλάδας
Στα 200 χρόνια που μεσολάβησαν από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 μέχρι σήμερα, η Ελλάδα μεγάλωσε. Η έκτασή της τριπλασιάστηκε και ο πληθυσμός της δεκαπλασιάστηκε. Σήμερα η έκταση της χώρας είναι σχεδόν 132.000km2 και ο πληθυσμός της περίπου 10.400.000 άτομα. Ζουν, δηλαδή, περίπου 78 άτομα σε κάθε km2.
Η κατανομή του πληθυσμού διαφέρει σημαντικά από περιοχή σε περιοχή. Αυτό οφείλεται τόσο στα φυσικά χαρακτηριστικά (πχ ανάγλυφο, κλίμα) όσο και στα οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της κάθε περιοχής. Δύο περιφέρειες της χώρας, η Αττική και η Κεντρική Μακεδονία, συγκεντρώνουν περισσότερο από τον μισό πληθυσμό της χώρας. Σε αυτές τις περιφέρειες βρίσκονται οι δύο μεγαλύτερες πόλεις της χώρας, η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη.
Το δημογραφικό προφίλ της Ελλάδας
Στην Ελλάδα σήμερα οι οικογένειες έχουν λιγότερα παιδιά από ότι παλιά και λιγότερα από όσα απαιτούνται για την αναπλήρωση του πληθυσμού. Η τάση αυτή ξεκίνησε πριν περίπου 50 χρόνια και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι γεννήσεις να μειώνονται.
Αντίθετα σήμερα ζούμε περισσότερο από παλιά. Κατά μέσο όρο οι άνδρες ζουν περίπου 80 χρόνια και οι γυναίκες 85.
Με άλλα λόγια, επειδή ζούμε περισσότερα χρόνια από τους γονείς, τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας, και επιπλέον επιθυμούμε να φέρουμε στον κόσμο λίγα παιδιά, ο πληθυσμός της χώρας γερνάει.
Επιπλέον, ακριβώς επειδή υπάρχουν πλέον πολλοί ηλικιωμένοι, οι θάνατοι γίνονται χρόνο με τον χρόνο περισσότεροι. Αντίθετα οι γεννήσεις μειώνονται. Από το 2011, ο αριθμός των γεννήσεων που συμβαίνουν στην Ελλάδα είναι μικρότερος από τον αριθμό των θανάτων.
Το αρνητικό φυσικό ισοζύγιο σε συνδυασμό με ένα επίσης αρνητικό μεταναστευτικό ισοζύγιο κάνουν τον πληθυσμό της Ελλάδας να μειώνεται. Σήμερα στη χώρα ζουν 500.000 άνθρωποι λιγότεροι σε σχέση με το 2000. Αυτή η μείωση προβλέπεται ότι θα συνεχιστεί. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, ο πληθυσμός της χώρας το 2050 θα είναι μειωμένος κατά τουλάχιστον 1 εκατομμύριο.
Ο πληθυσμός της Ευρώπης
Στην Ευρώπη σήμερα ζουν περίπου 800 εκατομμύρια άνθρωποι ή, με άλλα λόγια, 1 στους 10 κατοίκους της Γης. Το 1960 το μερίδιο της Ευρώπης στον παγκόσμιο πληθυσμό ήταν διπλάσιο: τότε 2 στους 10 ανθρώπους ζούσαν στην Ευρώπη. Αυτό δε σημαίνει ότι ο πληθυσμός της Ευρώπης μειώθηκε, σημαίνει ότι δεν αυξήθηκε τόσο γρήγορα όσο ο παγκόσμιος πληθυσμός, με αποτέλεσμα να μειωθεί το σχετικό της βάρος.
Η μεγαλύτερη σε πληθυσμό χώρα της Ευρώπης είναι η Ρωσία με 145 εκατομμύρια κατοίκους.
Η πιο πυκνοκατοικημένη χώρα της ηπείρου μας είναι η Μάλτα, όπου ζουν 1700 άτομα/km2.
Στην Ευρώπη υπάρχουν επίσης 10 μικρές χώρες με λιγότερο από 1.000.000 κατοίκους.
Ο πληθυσμός της Ευρώπης
συνεχίζει να αυξάνεται
λόγω της εισροής μεταναστών
Το δημογραφικό προφίλ της Ευρώπης
Η Ευρώπη είναι σήμερα μια από τις πιο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη. Έχοντας ολοκληρώσει τη δημογραφική μετάβαση χαρακτηρίζεται από πολύ χαμηλά επίπεδα γονιμότητας και θνησιμότητας.
Οι γυναίκες στην Ευρώπη αποκτούν κατά μέσο όρο 1,4 παιδιά ανά γυναίκα. Οι γεωγραφικές διαφορές είναι έντονες μεταξύ Ανατολικής, Δυτικής, Βόρειας και Νότιας Ευρώπης. Ωστόσο πουθενά οι γεννήσεις δεν είναι τόσες ώστε να διασφαλίζεται η αναπλήρωση του πληθυσμού.
Το προσδόκιμο ζωής, από την άλλη πλευρά, είναι από τα υψηλότερα του κόσμου. Οι άνδρες ζουν κατά μέσο όρο 76 χρόνια και οι γυναίκες 82 χρόνια.
Η Γηραιά Ήπειρος είναι και η πιο γερασμένη περιοχή του κόσμου
Σε όλη την Ευρώπη ο αριθμός των παιδιών και των νέων ενηλίκων μειώνεται. Αντίθετα αυξάνεται ο αριθμός των ατόμων άνω των 65 ετών, ενώ ακόμα πιο γρήγορα αυξάνεται ο αριθμός των ηλικιωμένων άνω των 80 ετών.
Το φαινόμενο ονομάζεται δημογραφική γήρανση και είναι ιδιαίτερα έντονο στην Ευρώπη όπου, ήδη, ένας στους 5 κατοίκους είναι πάνω από 65 ετών
Ο μισός πληθυσμός είναι πάνω από 45 ετών.
Οι πιο γηρασμένες χώρες της Ευρώπης σήμερα είναι η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Φινλανδία, η Ελλάδα και η Κροατία.
Η δημογραφική γήρανση αποτυπώνεται στην πληθυσμιακή πυραμίδα της που πλέον έχει σχήμα που θυμίζει μανιτάρι: στενή βάση (0-29 ετών) διογκωμένη μέση (ηλικίες 30-65 ετών) και γεμάτη κορυφή (άνω των 70 ετών). Στις μεγαλύτερες ηλικίες είναι εμφανής η ασυμμετρία λόγω της αριθμητικής υπεροχής των γυναικών.


